εκδόσεις κάμινος

Αμερική. Νέα Υόρκη, 1954.
Μια νεαρή γυναίκα, με σχετικά κοντά μαλλιά και επιβλητική μορφή, δέχεται μια δουλειά ως νταντά σε μια οικογένεια του Σαουθάμπτον. Το όνομά της είναι Βίβιαν. Φαίνεται να έχει μισή καταγωγή από τη Γαλλία και οι ιδιαιτερότητές της τραβούν αμέσως την προσοχή των εργοδοτών της. Τα παιδιά τη βρίσκουν ευγενική και εξωστρεφή και η Βίβιαν ανταποδίδει τη στοργή τους, παίρνοντάς τα μαζί της στην πόλη. Εκεί, στους δρόμους φωτογραφίζει τη ζωή που κυλά μπροστά στα μάτια της, μέσα από τη δική της ματιά μονάχα. Η Βίβιαν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε όσους βρίσκονται στο περιθώριο και είναι διαφορετικοί. Στην πραγματικότητα, μέσω της φωτογραφίας, προσπαθεί να ξορκίσει και να ανακατασκευάσει μια παιδική ηλικία σημαδεμένη από πολυάριθμα τραύματα.
Η ιταλίδα Francesca Diotallevi, συγγραφέας του βιβλίου, αναμειγνύει με εξαιρετικό τρόπο τη μυθοπλασία με τα πραγματικά γεγονότα της ζωής της Βίβιαν: τον χωρισμό των γονιών της, τα χρόνια που πέρασε στην Γαλλία με την οξύθυμη μητέρα της, την επιστροφή στη Νέα Υόρκη και την τεταμένη σχέση με τον αδελφό της. Η Βίβιαν κλείνεται προοδευτικά στον εαυτό της, γίνεται απόκοσμη – αντικοινωνική, ίσως. Μέχρι που βρίσκει, στο κάτοπτρο μιας φωτογραφικής μηχανής, τον μοναδικό τρόπο για να εκφράσει έναν πόνο που σιωπούσε για πολύ καιρό.
Η Βίβιαν μετατρέπει τη μοναξιά μιας απλής και φυσιολογικής ζωής σε ασπίδα απέναντι στον άγριο κόσμο, ενώ τα, όχι και τόσο κομψά, ρούχα της κρύβουν ένα εκπληκτικό χάρισμα που την κατατάσσει στα ταλέντα της φωτογραφίας δρόμου του εικοστού αιώνα…
Η πολυτάραχη και βασανισμένη ζωή αυτής της ιδιαίτερης καλλιτέχνιδας γίνεται έμπνευση για την ταλαντούχα ιταλίδα συγγραφέα Φραντσέσκα Ντιοταλλέβι, η οποία γράφει ένα συναρπαστικό βιβλίο με τίτλο «Με τη δική σου ματιά μονάχα». Πρόκειται για μια σύνθεση στοιχείων της πραγματικής βιογραφίας της Μάιερ και στοιχείων μυθοπλασίας, που σαν μικρές ψηφίδες συμπληρώνουν το πορτρέτο της «διάσημης άγνωστης» φωτογράφου.
Άννα Παπασταύρου, μεταφράστρια του βιβλίου
«Η Βίβιαν ήταν μια μοναχική γυναίκα. Παραμένει αδύνατον να πούμε με βεβαιότητα αν το έκανε από επιλογή ή αναγκαστικά. Όμως δεν αρκούν η κλειστή πόρτα του δωματίου της, οι ψευδείς γενικότητες, ο απαγορευμένος για τους άλλους κόσμος της, για να ολοκληρωθεί η εικόνα της».
Il Manifesto